Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπρᾱγματεύομαι
συμπρᾱ́κτωρ
συμπρᾱ́σσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
View word page
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχέωcontr.vbσυμποσίαρχος be toast-masterArist.

ShortDef

to be a συμποσίαρχος

Debugging

Headword:
συμποσιαρχέω
Headword (normalized):
συμποσιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
συμποσιαρχεω
IDX:
37894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37895
Key:
συμποσιαρχέω

Data

{'headword_display': '<b>συμποσιαρχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμποσιαρχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>συμποσίαρχος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be toast-master</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμποσιαρχέω'}