Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπρᾱγματεύομαι
συμπρᾱ́κτωρ
συμπρᾱ́σσω
συμπρεπής
View word page
συμ-πορσῡ́νω
συμ-πορσῡ́νωvb of a personhelp to arrangesomeone's journeyAR.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπορσῡ́νω
Headword (normalized):
συμπορσῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
συμπορσυνω
IDX:
37892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37893
Key:
συμπορσῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πορσῡ́νω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συμ-πορσῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>help to arrange</Tr><Obj>someone's journey<Au>AR.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συμπορσῡ́νω'}