Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπρᾱγματεύομαι
συμπρᾱ́κτωρ
συμπρᾱ́σσω
View word page
συμ-πορίζω
συμ-πορίζωξυμ-vb procurefr. someonetroopsTh.mid.procure for oneselftimberTh.a style of lifeIsoc.pass.of thingsbe provided or procuredPlu.

ShortDef

to help in procuring

Debugging

Headword:
συμπορίζω
Headword (normalized):
συμπορίζω
Headword (normalized/stripped):
συμποριζω
IDX:
37891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37892
Key:
συμπορίζω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πορίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πορίζω<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>procure<Expl>fr. someone</Expl></Tr><Obj>troops<Au>Th.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>procure for oneself</Tr><Obj>timber<Au>Th.</Au></Obj><Obj>a style of life<Au>Isoc.</Au></Obj></vSGrm><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of things</Indic><Def>be provided or procured</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπορίζω'}