Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπρᾱγματεύομαι
συμπρᾱ́κτωρ
View word page
συμ-πορθέω
συμ-πορθέωcontr.vb helpw.dat.someoneto devastatea peopleE.

ShortDef

to help to destroy

Debugging

Headword:
συμπορθέω
Headword (normalized):
συμπορθέω
Headword (normalized/stripped):
συμπορθεω
IDX:
37890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37891
Key:
συμπορθέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πορθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πορθέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to devastate</Tr><Obj>a people<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπορθέω'}