Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπρᾱγματεύομαι
View word page
συμ-πορεύομαι
συμ-πορεύομαιξυμ-mid.vb travel togetherE. Th. Pl. X. come together, meetoft. w.dat.πρός + acc.w. someonePlb. Plu. of a deliberative bodyconvenePlb.

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
συμπορεύομαι
Headword (normalized):
συμπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπορευομαι
IDX:
37889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37890
Key:
συμπορεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πορεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πορεύομαι<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>travel together</Tr><Au>E. Th. Pl. X.<NBPlus/></Au> </vS1> <vS1><Tr>come together, meet<Expl>oft. <GLbl>w.dat.<or/><Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of a deliberative body</Indic><Tr>convene</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπορεύομαι'}