Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄμαντις
ἅμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμάξιον
ἁμαξίς
ἁμαξιτός
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμάομαι
ἆμαρ
ἀμάρᾱ
ἀμᾱράκινος
ἀμάραντος
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
View word page
ἁμαξο-πληθής
ἁμαξο-πληθήςέςadjπλῆθος of a stonelarge enough to fill a wagonE.

ShortDef

large enough to fill a wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξοπληθής
Headword (normalized):
ἁμαξοπληθής
Headword (normalized/stripped):
αμαξοπληθης
IDX:
3788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3789
Key:
ἁμαξοπληθής

Data

{'headword_display': '<b>ἁμαξο-πληθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁμαξο-πληθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλῆθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a stone</Indic><Tr>large enough to fill a wagon</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἁμαξοπληθής'}