Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
View word page
συμ-πονηρεύομαι
συμ-πονηρεύομαιξυμ-mid.vb joinw. othersin depravityAr. Isoc.

ShortDef

join others in villainy

Debugging

Headword:
συμπονηρεύομαι
Headword (normalized):
συμπονηρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπονηρευομαι
IDX:
37888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37889
Key:
συμπονηρεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πονηρεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πονηρεύομαι<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join<Prnth>w. others</Prnth>in depravity</Tr><Au>Ar. Isoc.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπονηρεύομαι'}