Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
View word page
συμ-πονέω
συμ-πονέωξυμ-contr.vb share in toilsufferingsts. w.dat.w. someoneTrag. Ar. Pl.

ShortDef

to work with

Debugging

Headword:
συμπονέω
Headword (normalized):
συμπονέω
Headword (normalized/stripped):
συμπονεω
IDX:
37887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37888
Key:
συμπονέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πονέω<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>share in toil<or/>suffering<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Trag. Ar. Pl.<NBPlus/></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπονέω'}