Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
View word page
συμ-πομπεύω
συμ-πομπεύωvb join in a processionAeschin. Plu.

ShortDef

to accompany in a procession, to escort

Debugging

Headword:
συμπομπεύω
Headword (normalized):
συμπομπεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπομπευω
IDX:
37886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37887
Key:
συμπομπεύω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πομπεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πομπεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in a procession</Tr><Au>Aeschin. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπομπεύω'}