Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
View word page
σύμ-πολλοι
σύμ-πολλοιαι αpl.adjπολύςof persons or thingsmany togetherPl.

ShortDef

many together

Debugging

Headword:
σύμπολλοι
Headword (normalized):
σύμπολλοι
Headword (normalized/stripped):
συμπολλοι
IDX:
37885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37886
Key:
σύμπολλοι

Data

{'headword_display': '<b>σύμ-πολλοι</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύμ-πολλοι</HL><Infl>αι α</Infl><PS>pl.adj</PS><Ety><Ref>πολύς</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of persons or things</Indic><Tr>many together</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύμπολλοι'}