Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνῑ́γω
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
View word page
συμ-πολιορκέω
συμ-πολιορκέωξυμ-contr.vb helpsts. w.dat.someoneto besiegea person, placeHdt. Th. D. Plu.help to blockadeshipsTh.pass.be besieged togetherw. othersTh. Plb.

ShortDef

to join in besieging, to besiege jointly

Debugging

Headword:
συμπολιορκέω
Headword (normalized):
συμπολιορκέω
Headword (normalized/stripped):
συμπολιορκεω
IDX:
37881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37882
Key:
συμπολιορκέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πολιορκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πολιορκέω<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to besiege</Tr><Obj>a person, place<Au>Hdt. Th. D. Plu.</Au></Obj><vS2><Tr>help to blockade</Tr><Obj>ships<Au>Th.</Au></Obj></vS2><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be besieged together<Expl>w. others</Expl></Def><Au>Th. Plb.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπολιορκέω'}