Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνῑ́γω
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
View word page
συμ-πολεμέω
συμ-πολεμέωξυμ-contr.vb join togetherfreq. w.dat.μετά + gen.w. someonein warTh. Att.orats. Pl. X. Arist.

ShortDef

to join in war

Debugging

Headword:
συμπολεμέω
Headword (normalized):
συμπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
συμπολεμεω
IDX:
37880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37881
Key:
συμπολεμέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πολεμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πολεμέω<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join together<Prnth>freq. <GLbl>w.dat.<or/><Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. someone</Prnth>in war</Tr><Au>Th. Att.orats. Pl. X. Arist.<NBPlus/></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπολεμέω'}