Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπλήρωσις
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνῑ́γω
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
View word page
συμ-ποιμαίνομαι
συμ-ποιμαίνομαιpass.vb of lynxesbe shepherded togetherw. the flocksE.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμποιμαίνομαι
Headword (normalized):
συμποιμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμποιμαινομαι
IDX:
37879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37880
Key:
συμποιμαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-ποιμαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-ποιμαίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of lynxes</Indic><Tr>be shepherded together<Expl>w. the flocks</Expl></Tr><Au>E.<LblR>tm.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμποιμαίνομαι'}