Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓μάντεσσι
ἄμαντις
ἅμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμάξιον
ἁμαξίς
ἁμαξιτός
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμάομαι
ἆμαρ
ἀμάρᾱ
ἀμᾱράκινος
ἀμάραντος
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
View word page
ἁμαξο-πηγός
ἁμαξο-πηγόςοῦmπήγνῡμι wagon-maker, cartwrightPlu.

ShortDef

a cartwright

Debugging

Headword:
ἁμαξοπηγός
Headword (normalized):
ἁμαξοπηγός
Headword (normalized/stripped):
αμαξοπηγος
IDX:
3787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3788
Key:
ἁμαξοπηγός

Data

{'headword_display': '<b>ἁμαξο-πηγός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁμαξο-πηγός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wagon-maker, cartwright</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἁμαξοπηγός'}