Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπληρόω
συμπλήρωσις
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνῑ́γω
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
View word page
συμ-ποιέω
συμ-ποιέωcontr.vb help to dosthg.And. Is. Men. collaboratew.dat.w. someoneAr.

ShortDef

to help in doing; to create, compose with

Debugging

Headword:
συμποιέω
Headword (normalized):
συμποιέω
Headword (normalized/stripped):
συμποιεω
IDX:
37878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37879
Key:
συμποιέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-ποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-ποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to do</Tr><Obj>sthg.<Au>And. Is. Men.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>collaborate</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμποιέω'}