Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπληθῡ́νω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλήρωσις
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνῑ́γω
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
συμπομπεύω
View word page
συμ-ποδηγέω
συμ-ποδηγέωcontr.vb of a godaccompany as a guidethe whole universePl. pass.of the universebe guidedw.prep.phr.by a divine causePl.

ShortDef

conduct

Debugging

Headword:
συμποδηγέω
Headword (normalized):
συμποδηγέω
Headword (normalized/stripped):
συμποδηγεω
IDX:
37876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37877
Key:
συμποδηγέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-ποδηγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-ποδηγέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a god</Indic><Tr>accompany as a guide</Tr><Obj>the whole universe<Au>Pl.</Au></Obj> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of the universe</Indic><Def>be guided</Def><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>by a divine cause<Au>Pl.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συμποδηγέω'}