Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Συμπληγάδες
συμπληθῡ́νω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλήρωσις
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνῑ́γω
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
συμπολῑτεύω
συμπολῑ́της
σύμπολλοι
View word page
συμ-ποδηγετέω
συμ-ποδηγετέωcontr.vbreltd.ποδηγέω go along withsomeoneas guideS.Ichn.

ShortDef

join in guiding

Debugging

Headword:
συμποδηγετέω
Headword (normalized):
συμποδηγετέω
Headword (normalized/stripped):
συμποδηγετεω
IDX:
37875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37876
Key:
συμποδηγετέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-ποδηγετέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-ποδηγετέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>ποδηγέω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>go along with<Prnth>someone</Prnth>as guide</Tr><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμποδηγετέω'}