Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπλέκω
συμπλέω
σύμπλεως
Συμπληγάδες
συμπληθῡ́νω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλήρωσις
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνῑ́γω
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
συμπολιορκέω
συμπολῑτείᾱ
View word page
σύμ-πλοος
σύμ-πλοος
Att.σύμπλουςξύμ-
ουm.fπλόος
one who shares in a voyagefellow sailor, shipmatests. w.dat.w. someoneHdt. E. Att.orats. Pl.fig.fellow voyagerw.gen.in sufferingS.

ShortDef

sailing with

Debugging

Headword:
σύμπλοος
Headword (normalized):
σύμπλοος
Headword (normalized/stripped):
συμπλοος
IDX:
37872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37873
Key:
σύμπλοος

Data

{'headword_display': '<b>σύμ-πλοος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύμ-πλοος</HL><DL><Lbl>Att.</Lbl><FmHL>σύμπλους</FmHL><VL><FmHL>ξύμ-</FmHL></VL></DL><Infl>ου</Infl><PS>m.f</PS><Ety><Ref>πλόος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who shares in a voyage</Def><Tr>fellow sailor, shipmate<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Hdt. E. Att.orats. Pl.<NBPlus/></Au><nS2><Indic>fig.</Indic><Tr>fellow voyager<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in suffering</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σύμπλοος'}