Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπλείονες
συμπλεκτικός
συμπλέκω
συμπλέω
σύμπλεως
Συμπληγάδες
συμπληθῡ́νω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλήρωσις
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνῑ́γω
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνομαι
συμπολεμέω
View word page
συμπλοϊκός
συμπλοϊκόςή όνadjσύμπλοοςof friendshipof the kind that exists between shipmatesArist.

ShortDef

sailing with

Debugging

Headword:
συμπλοϊκός
Headword (normalized):
συμπλοϊκός
Headword (normalized/stripped):
συμπλοικος
IDX:
37870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37871
Key:
συμπλοϊκός

Data

{'headword_display': '<b>συμπλοϊκός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμπλοϊκός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σύμπλοος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of friendship</Indic><Tr>of the kind that exists between shipmates</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συμπλοϊκός'}