Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπίτνω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλεκτικός
συμπλέκω
συμπλέω
σύμπλεως
Συμπληγάδες
συμπληθῡ́νω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλήρωσις
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνῑ́γω
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
View word page
συμ-πληθῡ́νω
συμ-πληθῡ́νωvb of stubblehelp to increase in amountaugmentmanureX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπληθῡ́νω
Headword (normalized):
συμπληθῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
συμπληθυνω
IDX:
37866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37867
Key:
συμπληθῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πληθῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πληθῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of stubble</Indic><Def>help to increase in amount</Def><Tr>augment</Tr><Obj>manure<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπληθῡ́νω'}