Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπιέζω
συμπίεσις
συμπῑλέω
συμπῑ́νω
συμπίπτω
συμπίτνω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλεκτικός
συμπλέκω
συμπλέω
σύμπλεως
Συμπληγάδες
συμπληθῡ́νω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλήρωσις
συμπλοϊκός
συμπλοκή
View word page
συμπλεκτικός
συμπλεκτικόςή όνadjσυμπλέκωof a skillof interweavingthreads, opp. twistingPl.

ShortDef

twining

Debugging

Headword:
συμπλεκτικός
Headword (normalized):
συμπλεκτικός
Headword (normalized/stripped):
συμπλεκτικος
IDX:
37861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37862
Key:
συμπλεκτικός

Data

{'headword_display': '<b>συμπλεκτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμπλεκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συμπλέκω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a skill</Indic><Tr>of interweaving<Expl>threads, opp. twisting</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συμπλεκτικός'}