Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ᾱ̓μάντεσσι
ἄμαντις
ἅμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμάξιον
ἁμαξίς
ἁμαξιτός
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμάομαι
ἆμαρ
ἀμάρᾱ
ἀμᾱράκινος
ἀμάραντος
View word page
ἁμαξίς
ἁμαξίςίδοςflittle cartHdt.toy cartAr.

ShortDef

a little wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξίς
Headword (normalized):
ἁμαξίς
Headword (normalized/stripped):
αμαξις
IDX:
3785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3786
Key:
ἁμαξίς

Data

{'headword_display': '<b>ἁμαξίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁμαξίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>little cart</Tr><Au>Hdt.</Au><nS2><Tr>toy cart</Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἁμαξίς'}