Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπεριφορᾱ́
συμπήγνῡμι
σύμπηκτος
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπῑλέω
συμπῑ́νω
συμπίπτω
συμπίτνω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλεκτικός
συμπλέκω
συμπλέω
σύμπλεως
Συμπληγάδες
συμπληθῡ́νω
συμπληθύω
View word page
συμ-πλανάομαι
συμ-πλανάομαιmid.contr.vb of a personwander around togetherw.dat.w. someonePlu. fig.go astrayin understandingPlb.

ShortDef

to wander about with

Debugging

Headword:
συμπλανάομαι
Headword (normalized):
συμπλανάομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπλαναομαι
IDX:
37857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37858
Key:
συμπλανάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πλανάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πλανάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>wander around together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>fig.</Indic><Tr>go astray<Expl>in understanding</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπλανάομαι'}