Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπεριποιέω
συμπεριστέλλω
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριφέρω
συμπεριφορᾱ́
συμπήγνῡμι
σύμπηκτος
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπῑλέω
συμπῑ́νω
συμπίπτω
συμπίτνω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλεκτικός
συμπλέκω
View word page
συμπίεσις
συμπίεσιςεωςf compressionof the tongue, in pronunciationPl.

ShortDef

compression

Debugging

Headword:
συμπίεσις
Headword (normalized):
συμπίεσις
Headword (normalized/stripped):
συμπιεσις
IDX:
37852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37853
Key:
συμπίεσις

Data

{'headword_display': '<b>συμπίεσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμπίεσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>compression<Expl>of the tongue, in pronunciation</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμπίεσις'}