Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπερίειμι
συμπεριλαμβάνω
συμπεριπατέω
συμπεριποιέω
συμπεριστέλλω
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριφέρω
συμπεριφορᾱ́
συμπήγνῡμι
σύμπηκτος
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπῑλέω
συμπῑ́νω
συμπίπτω
συμπίτνω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
View word page
σύμπηκτος
σύμπηκτος
dial.σύμπᾱκτος
ονadj
of housesput togetherconstructedw.prep.phr.fr. stalks and reedsHdt.of milkcurdledPhilox.Leuc.

ShortDef

put together, constructed, framed

Debugging

Headword:
σύμπηκτος
Headword (normalized):
σύμπηκτος
Headword (normalized/stripped):
συμπηκτος
IDX:
37849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37850
Key:
σύμπηκτος

Data

{'headword_display': '<b>σύμπηκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύμπηκτος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>σύμπᾱκτος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of houses</Indic><Def>put together</Def><Tr>constructed<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>fr. stalks and reeds</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1><aS1><Indic>of milk</Indic><Tr>curdled</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύμπηκτος'}