Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ᾱ̓μάντεσσι
ἄμαντις
ἅμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμάξιον
ἁμαξίς
ἁμαξιτός
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμάομαι
ἆμαρ
ἀμάρᾱ
ἀμᾱράκινος
View word page
ἁμάξιον
ἁμάξιονουndimin. little cartPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁμάξιον
Headword (normalized):
ἁμάξιον
Headword (normalized/stripped):
αμαξιον
IDX:
3784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3785
Key:
ἁμάξιον

Data

{'headword_display': '<b>ἁμάξιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁμάξιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.</Ety></HG> <nS1><Tr>little cart</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἁμάξιον'}