Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπερασματικῶς
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριλαμβάνω
συμπεριπατέω
συμπεριποιέω
συμπεριστέλλω
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριφέρω
συμπεριφορᾱ́
συμπήγνῡμι
σύμπηκτος
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπῑλέω
συμπῑ́νω
συμπίπτω
View word page
συμ-περιτίθημι
συμ-περιτίθημιvb help to bestowpompous dignityw.dat.on someonePlu.

ShortDef

put round together

Debugging

Headword:
συμπεριτίθημι
Headword (normalized):
συμπεριτίθημι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριτιθημι
IDX:
37845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37846
Key:
συμπεριτίθημι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-περιτίθημι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-περιτίθημι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to bestow</Tr><Obj>pompous dignity<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>on someone</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπεριτίθημι'}