Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπέρασμα
συμπερασματικῶς
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριλαμβάνω
συμπεριπατέω
συμπεριποιέω
συμπεριστέλλω
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριφέρω
συμπεριφορᾱ́
συμπήγνῡμι
σύμπηκτος
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπῑλέω
συμπῑ́νω
View word page
συμ-περιτειχίζω
συμ-περιτειχίζωvb help to wall ina personunder siegePlu.

ShortDef

help in walling round

Debugging

Headword:
συμπεριτειχίζω
Headword (normalized):
συμπεριτειχίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριτειχιζω
IDX:
37844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37845
Key:
συμπεριτειχίζω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-περιτειχίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-περιτειχίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to wall in</Tr><Obj>a person<Expl>under siege</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπεριτειχίζω'}