Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικῶς
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριλαμβάνω
συμπεριπατέω
συμπεριποιέω
συμπεριστέλλω
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριφέρω
συμπεριφορᾱ́
συμπήγνῡμι
σύμπηκτος
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπῑλέω
View word page
συμ-περιστέλλω
συμ-περιστέλλωvb help to screencover upfaultsPlb.

ShortDef

help in cloaking

Debugging

Headword:
συμπεριστέλλω
Headword (normalized):
συμπεριστέλλω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριστελλω
IDX:
37843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37844
Key:
συμπεριστέλλω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-περιστέλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-περιστέλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to screen<or/>cover up</Tr><Obj>faults<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπεριστέλλω'}