Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικῶς
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριλαμβάνω
συμπεριπατέω
συμπεριποιέω
συμπεριστέλλω
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριφέρω
συμπεριφορᾱ́
συμπήγνῡμι
σύμπηκτος
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
View word page
συμ-περιποιέω
συμ-περιποιέωcontr.vb helpw.dat.someoneto securesovereigntyPlb.

ShortDef

to help in procuring

Debugging

Headword:
συμπεριποιέω
Headword (normalized):
συμπεριποιέω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριποιεω
IDX:
37842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37843
Key:
συμπεριποιέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-περιποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-περιποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to secure</Tr><Obj>sovereignty<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπεριποιέω'}