Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικῶς
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριλαμβάνω
συμπεριπατέω
συμπεριποιέω
συμπεριστέλλω
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριφέρω
συμπεριφορᾱ́
συμπήγνῡμι
σύμπηκτος
σύμπηξις
συμπιέζω
View word page
συμ-περιπατέω
συμ-περιπατέωcontr.vb walk around togethersts. w.dat.w. someonePl. Arist. Men. Plu.

ShortDef

to walk round

Debugging

Headword:
συμπεριπατέω
Headword (normalized):
συμπεριπατέω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριπατεω
IDX:
37841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37842
Key:
συμπεριπατέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-περιπατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-περιπατέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>walk around together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Pl. Arist. Men. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπεριπατέω'}