Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμπειρος
σύμπεισις
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικῶς
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριλαμβάνω
συμπεριπατέω
συμπεριποιέω
συμπεριστέλλω
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριφέρω
συμπεριφορᾱ́
συμπήγνῡμι
View word page
συμπεριαγωγός
συμπεριαγωγόςόνadj of artsassisting in a process of conversionPl.

ShortDef

an assistant in converting others

Debugging

Headword:
συμπεριαγωγός
Headword (normalized):
συμπεριαγωγός
Headword (normalized/stripped):
συμπεριαγωγος
IDX:
37838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37839
Key:
συμπεριαγωγός

Data

{'headword_display': '<b>συμπεριαγωγός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμπεριαγωγός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of arts</Indic><Tr>assisting in a process of conversion</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συμπεριαγωγός'}