Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπατέω
συμπείθω
συμπείρομαι
σύμπειρος
σύμπεισις
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικῶς
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριλαμβάνω
συμπεριπατέω
συμπεριποιέω
συμπεριστέλλω
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
View word page
συμπερασματικῶς
συμπερασματικῶςadv in the form of a syllogistic conclusionArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπερασματικῶς
Headword (normalized):
συμπερασματικῶς
Headword (normalized/stripped):
συμπερασματικως
IDX:
37835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37836
Key:
συμπερασματικῶς

Data

{'headword_display': '<b>συμπερασματικῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>συμπερασματικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>in the form of a syllogistic conclusion</Tr><Au>Arist.</Au> </advS1></AdvE>', 'key': 'συμπερασματικῶς'}