Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
σύμπᾱς
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπείθω
συμπείρομαι
σύμπειρος
σύμπεισις
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικῶς
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
View word page
σύμ-πειρος
σύμ-πειροςονadjπεῖρα of an athlete's spiritexperiencedw.dat.in competitionPi.

ShortDef

acquainted with

Debugging

Headword:
σύμπειρος
Headword (normalized):
σύμπειρος
Headword (normalized/stripped):
συμπειρος
IDX:
37828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37829
Key:
σύμπειρος

Data

{'headword_display': '<b>σύμ-πειρος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>σύμ-πειρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πεῖρα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an athlete's spirit</Indic><Tr>experienced<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>in competition</Expl></Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>", 'key': 'σύμπειρος'}