Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
σύμπᾱς
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπείθω
συμπείρομαι
σύμπειρος
σύμπεισις
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικῶς
συμπέρθω
συμπεριάγω
View word page
συμ-πείρομαι
συμ-πείρομαιpass.vb of soldiers, shieldsbe piercedby weaponsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπείρομαι
Headword (normalized):
συμπείρομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπειρομαι
IDX:
37827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37828
Key:
συμπείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πείρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πείρομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of soldiers, shields</Indic><Tr>be pierced<Expl>by weapons</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπείρομαι'}