Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
σύμπᾱς
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπείθω
συμπείρομαι
σύμπειρος
σύμπεισις
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
View word page
συμ-πατάσσω
συμ-πατάσσωvb of commanderscausew.acc.a whole armyto clashin the field of battleE.

ShortDef

to strike with

Debugging

Headword:
συμπατάσσω
Headword (normalized):
συμπατάσσω
Headword (normalized/stripped):
συμπατασσω
IDX:
37824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37825
Key:
συμπατάσσω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πατάσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πατάσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of commanders</Indic><Tr>cause<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a whole army</Prnth>to clash<Expl>in the field of battle</Expl></Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπατάσσω'}