Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
σύμπᾱς
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπείθω
συμπείρομαι
σύμπειρος
σύμπεισις
συμπέμπω
συμπενθέω
View word page
συμ-παρορμάω
συμ-παρορμάωcontr.vb of peoplejoin in urgingsomeone to do sthg.Plu.

ShortDef

to urge on with

Debugging

Headword:
συμπαρορμάω
Headword (normalized):
συμπαρορμάω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρορμαω
IDX:
37821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37822
Key:
συμπαρορμάω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρορμάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρορμάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of people</Indic><Tr>join in urging<Expl>someone to do sthg.</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρορμάω'}