Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
σύμπᾱς
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπείθω
συμπείρομαι
σύμπειρος
σύμπεισις
συμπέμπω
View word page
συμ-παροξῡ́νω
συμ-παροξῡ́νωvb of farminghelp to stimulatesomeonew.prep.phr.to sthg.X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπαροξῡ́νω
Headword (normalized):
συμπαροξῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
συμπαροξυνω
IDX:
37820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37821
Key:
συμπαροξῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παροξῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παροξῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of farming</Indic><Tr>help to stimulate</Tr><Obj>someone<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>to sthg.</Expl><Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαροξῡ́νω'}