Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
σύμπᾱς
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπείθω
συμπείρομαι
σύμπειρος
σύμπεισις
View word page
συμ-παρομαρτέω
συμ-παρομαρτέωcontr.vb of fear, beauty, scentskeep companyw.dat.w. someone or sthg.X. of kinds of behaviourgo hand in handw. a personX.w.dat.w. kingshipX.

ShortDef

accompany

Debugging

Headword:
συμπαρομαρτέω
Headword (normalized):
συμπαρομαρτέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρομαρτεω
IDX:
37819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37820
Key:
συμπαρομαρτέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρομαρτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρομαρτέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of fear, beauty, scents</Indic><Tr>keep company</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone or sthg.<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of kinds of behaviour</Indic><Tr>go hand in hand<Expl>w. a person</Expl></Tr><Au>X.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. kingship<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρομαρτέω'}