Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
σύμπᾱς
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπείθω
συμπείρομαι
View word page
συμ-παρέχω
συμ-παρέχωvb help to causefearX.help to providesecurityX. mid.help to procuregloryX.

ShortDef

to assist in causing

Debugging

Headword:
συμπαρέχω
Headword (normalized):
συμπαρέχω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρεχω
IDX:
37817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37818
Key:
συμπαρέχω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρέχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρέχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to cause</Tr><Obj>fear<Au>X.</Au></Obj><vS2><Tr>help to provide</Tr><Obj>security<Au>X.</Au></Obj></vS2> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>help to procure</Tr><Obj>glory<Au>X.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρέχω'}