Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
σύμπᾱς
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπείθω
View word page
συμ-παρέπομαι
συμ-παρέπομαιmid.vb of personsfollow along togetherw. someoneX. of rewards, abstr. qualitiesgo along with, accompanyw.dat.someonePl. X.

ShortDef

to go along with, accompany

Debugging

Headword:
συμπαρέπομαι
Headword (normalized):
συμπαρέπομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρεπομαι
IDX:
37816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37817
Key:
συμπαρέπομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρέπομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρέπομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>follow along together<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of rewards, abstr. qualities</Indic><Tr>go along with, accompany</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>Pl. X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρέπομαι'}