Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
σύμπᾱς
συμπάσχω
συμπατάσσω
συμπατέω
View word page
συμ-πάρειμι2
συμ-πάρειμι2vb go along togetherw. someoneX. Aeschin.

ShortDef

be present also
march beside together

Debugging

Headword:
συμπάρειμι
Headword (normalized):
συμπάρειμι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρειμι
IDX:
37815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37816
Key:
συμπάρειμι_2

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πάρειμι</b><sup>2</sup>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πάρειμι<Hm>2</Hm></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>go along together<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>X. Aeschin.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπάρειμι_2'}