Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
σύμπᾱς
συμπάσχω
View word page
συμ-παραχωρέω
συμ-παραχωρέωcontr.vb go along withassent tow.neut.pl.thisrequestPlu.

ShortDef

give way together with

Debugging

Headword:
συμπαραχωρέω
Headword (normalized):
συμπαραχωρέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραχωρεω
IDX:
37813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37814
Key:
συμπαραχωρέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παραχωρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παραχωρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>go along with</Def><Tr>assent to</Tr><Cmpl><GLbl>w.neut.pl.</GLbl>this<Expl>request</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαραχωρέω'}