Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
συμπαρορμάω
View word page
συμ-παρατρέχω
συμ-παρατρέχωvb run alongside in company withi.e. keep up withw.dat.persons, animalsPlu.

ShortDef

to run along with

Debugging

Headword:
συμπαρατρέχω
Headword (normalized):
συμπαρατρέχω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρατρεχω
IDX:
37811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37812
Key:
συμπαρατρέχω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρατρέχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρατρέχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>run alongside in company with<Expl>i.e. keep up with</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>persons, animals<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρατρέχω'}