Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίσταμαι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξῡ́νω
View word page
συμ-παρατρέφω
συμ-παρατρέφωvb of the produce of the earthfeedw.acc.wild animalsat the same timeas hunting dogsX.

ShortDef

to bring up

Debugging

Headword:
συμπαρατρέφω
Headword (normalized):
συμπαρατρέφω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρατρεφω
IDX:
37810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37811
Key:
συμπαρατρέφω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρατρέφω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρατρέφω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the produce of the earth</Indic><Tr>feed<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>wild animals</Prnth>at the same time<Expl>as hunting dogs</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρατρέφω'}