Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμαιμάκετος
ἀμαλάπτομαι
ἀμαλδῡ́νω
Ἀμάλθειᾱ
ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ᾱ̓μάντεσσι
ἄμαντις
ἅμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμάξιον
ἁμαξίς
ἁμαξιτός
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
View word page
ἁμαξεύς
ἁμαξεύςέωςm wagon-driverappos.w. βοῦςdraught-oxPlu.

ShortDef

for a wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξεύς
Headword (normalized):
ἁμαξεύς
Headword (normalized/stripped):
αμαξευς
IDX:
3780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3781
Key:
ἁμαξεύς

Data

{'headword_display': '<b>ἁμαξεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁμαξεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>wagon-driver</Def><nS2><Indic>appos.w. <Ref>βοῦς</Ref></Indic><Tr>draught-ox</Tr><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἁμαξεύς'}