Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
View word page
συμ-παρατάττομαι
συμ-παρατάττομαιAtt.mid.vbπαρατάσσω of troopsstation oneself alongsideX. D.w.dat.someoneIsoc. Lycurg.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπαρατάττομαι
Headword (normalized):
συμπαρατάττομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραταττομαι
IDX:
37807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37808
Key:
συμπαρατάττομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρατάττομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρατάττομαι</HL><PS>Att.mid.vb</PS><Ety><Ref>παρατάσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Tr>station oneself alongside</Tr><Au>X. D.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>Isoc. Lycurg.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρατάττομαι'}