Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρέπομαι
View word page
συμπαραστάτης
συμπαραστάτηςξυμ-ουm one who stands by in supportassistant, supporterS. Ar.

ShortDef

one who stands by to aid, a joint helper

Debugging

Headword:
συμπαραστάτης
Headword (normalized):
συμπαραστάτης
Headword (normalized/stripped):
συμπαραστατης
IDX:
37806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37807
Key:
συμπαραστάτης

Data

{'headword_display': '<b>συμπαραστάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμπαραστάτης<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who stands by in support</Def><Tr>assistant, supporter</Tr><Au>S. Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμπαραστάτης'}