Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
View word page
συμ-παραστατέω
συμ-παραστατέωcontr.vb stand by so as to assistAr.w.dat.someoneA. Ar.

ShortDef

to stand by so as to assist

Debugging

Headword:
συμπαραστατέω
Headword (normalized):
συμπαραστατέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραστατεω
IDX:
37805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37806
Key:
συμπαραστατέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παραστατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παραστατέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>stand by so as to assist</Tr><Au>Ar.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>A. Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαραστατέω'}