Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
συμπάρειμι
View word page
συμ-παρασκευάζω
συμ-παρασκευάζωξυμ-vb helpoft. w.dat.someoneto arrangeprocuresthg.And. X. D. Plb. Plu. of a group of peopledevise togethersthg.D. mid.equip oneself witha military forceIsoc.

ShortDef

to assist in getting ready

Debugging

Headword:
συμπαρασκευάζω
Headword (normalized):
συμπαρασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρασκευαζω
IDX:
37804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37805
Key:
συμπαρασκευάζω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρασκευάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρασκευάζω<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help<Prnth>oft. <GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to arrange<or/>procure</Tr><Obj>sthg.<Au>And. X. D. Plb. Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of a group of people</Indic><Tr>devise together</Tr><Obj>sthg.<Au>D.</Au></Obj> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>equip oneself with</Tr><Cmpl>a military force<Au>Isoc.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρασκευάζω'}